- ἀναλογοῦν
- ἀναλογέωto be analogouspres part act masc voc sg (attic epic doric)ἀναλογέωto be analogouspres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ήθος — το (AM ἦθος) 1. το σύνολο τών ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου, ο χαρακτήρας του, η ψυχική του καλλιέργεια, το ηθικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται, ο ψυχικός του κόσμος 2. στον πληθ. τα ήθη ο τρόπος τής ζωής ατόμων ή λαών, τα έθιμα τους που απορρέουν… … Dictionary of Greek
αίσα — (Aishah, 614; – Μεδίνα 678 μ.X.). Η τρίτη και πιο αγαπημένη από τις συζύγους του Μωάμεθ. Ο προφήτης την παντρεύτηκε όταν η Α. ήταν σε ηλικία επτά ετών, για να εξασφαλίσει την εύνοια του πατέρα της Αμπού Μπακρ, ισχυρού φύλαρχου. Η Α. ήταν η… … Dictionary of Greek
αλδόζες — Οργανικές ενώσεις τύπου (CH2Ο)n που σημαίνει ότι το μόριό τους περιέχει n ομάδες που αναλογούν σε ένα άτομο άνθρακα, δύο υδρογόνου και ένα οξυγόνου, και οι οποίες χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη μιας αλδεϋδομάδας εκτός των διαφόρων αλκοολομάδων.… … Dictionary of Greek
επικαρπία — Το εμπράγματο δικαίωμα ενός δικαιούχου (επικαρπωτή) να χρησιμοποιεί και να νέμεται ένα πράγμα ή ιδανικό μέρος πράγματος (καθώς και απαιτήσεις, ομολογίες κλπ.) που ανήκουν σε άλλο πρόσωπο και να απολαμβάνει τους καρπούς του, διατηρώντας όμως… … Dictionary of Greek
κάρον — το (Α κάρον, το και κάρος, ὁ) νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών τής οικογένειας τών σκιαδοφόρων αρχ. 1. (κατά τον Διοσκ.) «κάρος σπερμάτιον ἐστὶ γνώριμον, ἀναλογοῡν ἀνίσῳ», πιθ. το κύμινο 2. (κατά τον Ησύχ.) «μεγάλη ἀκρίς».… … Dictionary of Greek
λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ … Dictionary of Greek
οκαρίνα — Πνευστό λαϊκό μουσικό όργανο, που εφευρέθηκε γύρω στα 1867 από τον Ιταλό Ντονάτι ντι Μπούντριο. Αποτελείται από πηλό ή μέταλλο, η δε ωοειδής μορφή της θυμίζει λίγο την κατατομή κεφαλιού πτηνού. Έχει οκτώ τρύπες κατά μήκος δύο γραμμών, που… … Dictionary of Greek
πλαταλέα — (platalea leucorodia). Πελαργόμορφο πτηνό κοινό στην Ευρώπη και διαδεδομένο επίσης στις εύκρατες ζώνες της Ασίας και στη βορειοανατολική Αφρική. Έχει μήκος 85 εκ. περίπου, από τα οποία 30 αναλογούν στο ράμφος και στην ουρά. Ζει στις όχθες των… … Dictionary of Greek
υδροψαλίδα — (hydropsalis). Γένος πτηνών της οικογένειας των Αιγοθηλιδών, της τάξης των αιγοθηλιμόρφων. Περιλαμβάνει γύρω στα 10 είδη που ζουν στη Νότια Αμερική και ιδιαίτερα στη Βραζιλία, σε υγρές περιοχές. Πρόκειται για ωραία μικρόσωμα πουλιά, που… … Dictionary of Greek
φοροφυγάδας — και λόγιος τ. φοροφυγάς, ο, Ν [φοροφυγή] αυτός που αποκρύπτει το μέγεθος τού εισοδήματός του και δεν πληρώνει τους φόρους που τού αναλογούν … Dictionary of Greek